«Οι Κληρονόμοι, οι Φοιτητές και η Κουλτούρα»

Παρουσίαση του Έργου του Μπουρντιέ για την Εκπαίδευση και την Εκπαιδευτική Πολιτική

Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα μιας μελέτης που πραγματοποίησε η Δανάη-Εσθήρ Λάου με αντικείμενο την εκπαιδευτική θεωρία του Γάλλου φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Πιέρ Μπουρντιέ (Pierre Bourdieu, 1930-2002), στο πλαίσιο του μαθήματος Εκπαιδευτική και Κοινωνική Πολιτική στη Σχολή Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου (διδάσκουσα: καθηγήτρια Ελένη Πρόκου).

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Δανάη-Εσθήρ Λάου

Η παρούσα εργασία αποτελεί την σύνοψη των κυριότερων σημείων του βιβλίου «Οι κληρονόμοι, οι φοιτητές και η κουλτούρα» των P. Bourdieu και J.-CL. Passeron, εκδόσεις Καρδαμίτσα (2019). Επισημαίνεται ότι το όνομα του Bourdieu στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένο με την «Θεωρία της αναπαραγωγής» και την έννοια του «πολιτισμικού κεφαλαίου», όπως αναφέρει ο Ν. Παναγιωτόπουλος (εισαγωγή στο P. Bourdieu και J.-CL. Passeron, 2019, σελ.17).

Οι συγγραφείς, P. Bourdieu και J.-CL. Passeron, στο προαναφερθέν σύγγραμμά τους, καταδεικνύουν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα όλων των βαθμίδων λειτουργεί ως σύστημα επιλογής και διαχωρισμού υπέρ των ανώτερων τάξεων σε βάρος των κατώτερων, δηλαδή αυτό που χαρακτηρίζεται ως «πολιτισμικό κεφάλαιο» ανήκει με τρόπο «φυσικό» και «νόμιμο» στην αστική τάξη. Μέσα δηλαδή στο εκπαιδευτικό σύστημα, η κατοχή «πολιτισμικού κεφαλαίου» (κουλτούρας) αξιολογείται θετικά αλλά δεν διδάσκεται, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται και να αναπαράγονται ανισότητες.

Στο πρώτο κεφάλαιο συγκρίνονται η σχολική και ακαδημαϊκή πορεία και επίδοση με παράγοντες όπως η κοινωνική προέλευση, το φύλο, η θρησκεία και η γεωγραφική θέση. Μέσα από την στατιστική ανάλυση το πόρισμα που προκύπτει είναι η μειονεκτική θέση στην εκπαιδευτική διαδικασία των κατώτερων στρωμάτων σε σχέση με τα ανώτερα στρώματα. Επιπλέον, σημαντική είναι η διαπίστωση της διάκρισης στην στάση και στην αντίληψη για την εκπαίδευση ανάλογα με την κοινωνική προέλευση.

Στο δεύτερο κεφάλαιο οι συγγραφείς εξηγούν τις ιδιαιτερότητες της φοιτητικής ζωής. Τόσο ως προς τον χώρο όσο και ως προς τον χρόνο η φοιτητική ζωή διαφέρει από τους ρυθμούς της υπόλοιπης κοινωνίας. Μια ακόμα ιδιαιτερότητα του φοιτητικού περιβάλλοντος η ανυπαρξία ομοιογένειας παρά την ανάγκη του αισθήματος του ανήκειν από τους φοιτητές.

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο κατασκευάζεται ο «ιδεατός τύπος συμπεριφοράς του φοιτητή». Ακόμα, οι συγγράφεις διαπιστώνουν ότι ο στόχος της μαθητείας αντί να είναι η πρόσβαση σε ένα επάγγελμα, γίνεται λανθασμένα αυτοσκοπός. Τόσο οι καθηγητές όσο και οι φοιτητές φαίνεται τελικά να είναι έρμαια του συστήματος καθώς εκλείπει η «ορθολογική παιδαγωγική».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

1.Η Επιλογή των Εκλεγμένων

Στο παρόν κεφάλαιο ο Bourdieu και ο Passeron (2019)παρατηρούν, μέσα από την στατιστική ανάλυση, τον αντίκτυπο που έχει η κοινωνική προέλευση των μαθητών, τόσο στις σχολικές επιδόσεις τους όσο και μελλοντικά στην ακαδημαϊκή τους πορεία. Επιπλέον, γίνεται λόγος για την κουλτούρα της άρχουσας τάξης, η οποία αποδεικνύεται ως «κληρονομικό προνόμιο» των ανώτερων κοινωνικών τάξεων.

Η πρώτη διαπίστωση της έρευνας καταδεικνύει εμφανώς ότι η κοινωνική κατηγορία και το επάγγελμα των γονέων επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την εισαγωγή των παιδιών στην ανώτατη εκπαίδευση και ειδικά σε υψηλόβαθμα τμήματα όπως η ιατρική, η νομική και η φαρμακολογία. Επιπλέον, οι καθημερινές αντιλήψεις του οικογενειακού περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνει ένα παιδί, πολλές φορές ασυνείδητα, διαμορφώνουν τις κλίσεις και κατ’ επέκταση τις προσδοκίες των ενδιαφερόμενων γα την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Φαίνεται πως ένας επιπλέον παράγοντας που καθορίζει την κατανομή των φοιτητών σε επιμέρους σχολές είναι το φύλο. Ενώ τα αγόρια και τα κορίτσια, ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευση, φαίνεται να έχουν ίσες ευκαιρίες, τα κορίτσια που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα έχουν ένα ελαφρύ μειονέκτημα. Ωστόσο, όσο προχωράμε προς τα μεσαία και ανώτερα στρώματα παύει να υφίσταται αυτή η διαφοροποίηση ανάμεσα στα φύλα.

Η σημασία του φύλου ως προς την άνιση κατανομή των φοιτητών γίνεται πιο αισθητή όταν μελετάμε το αντικείμενο των σπουδών. Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι, υπό την επήρεια των «παραδοσιακών μοντέλων κατανομής της εργασίας», τα κορίτσια τείνουν να σπουδάζουν σε φιλοσοφικές σχολές και τα αγόρια να σπουδάζουν θετικές επιστήμες. Και σε αυτή την περίπτωση, ο προαναφερθείς διαχωρισμός αφορά περισσότερο στις λιγότερο προνομιούχες τάξεις και επηρεάζει περισσότερο τα κορίτσια. Ακόμα, οι συγγραφείς επισημαίνουν πως η επιλογή των φιλοσοφικών σχολών, όπως η ψυχολογία, η φιλολογία και η κοινωνιολογία, μπορεί να λειτουργούν ως «καταφύγιο» και ως «λόγος κοινωνικής ύπαρξης» για μαθητές οι οποίοι δεν έχουν κλίση προς τις θετικές επιστήμες. Πρόσθετα μειονεκτήματα για τους μαθητές με προέλευση από κατώτερες κοινωνικές τάξεις είναι η καθυστέρηση της σχολικής σταδιοδρομίας και οι μακροχρόνιες σπουδές.

Ως συμπέρασμα, μπορούμε να συνάγουμε ότι η κοινωνική προέλευση της οικογένειας είναι ο καθοριστικότερος παράγοντας της σταδιοδρομίας των μαθητών, ενώ οι υπόλοιποι παράγοντες μπορεί να μην επηρεάσουν τόσο έντονα την ακαδημαϊκή πορεία. Η θρησκεία, για παράδειγμα, φαίνεται να μην επηρεάζει τη «σχολική κουλτούρα», ενώ φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει ως ένα βαθμό την σταδιοδρομία των φοιτητών. Για παράδειγμα, οι ρωμαιοκαθολικοί φοιτητές επηρεάζονται από ιδέες όπως η «καλή θέληση» και η «βοήθεια προς τον πλησίον».

Η κοινωνική προέλευση, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, είναι καθοριστική, αποτελεί και τον κυριότερο «όρο ύπαρξης» των φοιτητών, από την κατοικία και την καθημερινή ζωή έως το βαθμό οικονομικής εξάρτησης από τους γονείς. Ενδεικτικά, μόλις περίπου το 10% των φοιτητών με γονείς που κατέχουν ανώτερες επαγγελματικές θέσεις, εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους. Από την άλλη πλευρά, περίπου το ένα τρίτο (1/3) των φοιτητών που προέρχονται από κατώτερα κοινωνικά στρώματα αναγκάζεται να εργάζεται. Επιπροσθέτως, μέσα από την παρούσα μελέτη φαίνεται ότι τα ποσοστά των παιδιών των εργατών και των αγροτών που μένουν με τις οικογένειές τους είναι πολύ χαμηλά. Αντίθετα, πάνω από το 50% των παιδιών ανώτερων τάξεων και κυρίως τα κορίτσια μένουν με την οικογένειά τους κατά την διάρκεια των σπουδών τους: (Bourdieu & Passeron, 2019).

Εις βάρος των υποψήφιων φοιτητών από χαμηλά κοινωνικά στρώματα είναι για μία ακόμα φορά η κοινωνική τους προέλευση καθώς συχνά οδηγούνται σε «αναγκαστικές επιλογές» και δεν έχουν καλό επαγγελματικό προσανατολισμό. Οι συγγραφείς παρατηρώντας τους φοιτητές σε φιλολογικές σχολές εντοπίζουν το εξής στοιχείο: λιγότεροι από τους μισούς φοιτητές κατώτερων τάξεων έχουν παρακολουθήσει λατινικά στο Λύκειο ενώ το ποσοστό των ανώτερων τάξεων που παρακολούθησαν στο σχολείο αυτό το μάθημα ανέρχεται στο 80%.

Ως προς τη στάση απέναντι στην εκπαίδευση, οι διακρίσεις ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα είναι σημαντικές. Οι προερχόμενοι από την άρχουσα τάξη φαίνεται να πιστεύουν στο «φυσικό-ατομικό» χάρισμα, έχουν ποικιλία πολιτισμικών ενδιαφερόντων, όπως η ενασχόληση με τη μουσική και τη ζωγραφική, και κρίνουν τον εαυτό τους με επιείκεια. Επιπλέον, η απόκτηση της κουλτούρας που δεν διδάσκεται στο σχολείο φαίνεται να αποκτιέται χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια μέσα στις αστικές οικογένειες. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα μίας δεκατριάχρονης μαθήτριας η οποία είναι κόρη δασκάλας και χωρίς να της επιβληθεί από την οικογένειά της συνηθίζει να διαβάζει βιβλία από την οικογενειακή βιβλιοθήκη. Επιπλέον, όσο ανεβαίνουμε στην κοινωνική ιεραρχία, η επιλογή των μαθητών του Λυκείου αναφορικώς με το πανεπιστημιακό τμήμα που θα φοιτήσουν είναι περισσότερο επηρεασμένη από τους γονείς παρά από τους καθηγητές.

Αντίθετα, στα κατώτερα στρώματα, δεν παρατηρείται ποικιλομορφία ενδιαφερόντων και υπάρχει έντονη εξάρτηση από το σχολείο και το πανεπιστήμιο. Ωστόσο, ανάμεσα στις μεσαίες και στις κατώτερες τάξεις, υπάρχουν διαφοροποιήσεις. Τα μεσαία στρώματα είναι πιο προνομιούχα από τα κατώτερα καθώς μπορεί να επιδίδονται στην ανάγνωση θεατρικών έργων ή να συμμετέχουν σε λέσχες ανάγνωσης ως μέσα πρόσβασης στην «ελεύθερη κουλτούρα». Στην περίπτωση, ωστόσο, των κατώτερων στρωμάτων το σχολείο φαίνεται ότι αποτελεί την μοναδική οδό πρόσβασης στην κουλτούρα.

Οι συγγραφείς τονίζουν πως και οι γεωγραφικοί και κοινωνικοί παράγοντες δημιουργούν πολιτισμικές ανισότητες. Οι ευκαιρίες είναι σαφώς περισσότερες στα μεγάλα αστικά κέντρα παρά στην ύπαιθρο. Εξού και, για τα παιδιά από μη προνομιούχες οικογένειες, η εκμάθηση της κουλτούρας της ελίτ είναι κοπιαστική και επίπονη, ενώ, για τα παιδιά που είναι γεννημένα στην ελίτ, η κουλτούρα είναι ένα κληρονομικό προνόμιο για αυτά. Επισημάνεται βέβαια ότι παιδιά, για παράδειγμα, αγροτών και εργατών μπορούν να ξεφύγουν από το «πεπρωμένο» τους, ωστόσο αυτές οι περιπτώσεις αποτελούν εξαιρέσεις.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1.Σοβαρά Παιχνίδια και Παιχνίδια Σοβαρότητας

Στην αρχή αυτού του κεφαλαίου, περιγράφεται η φοιτητική ζωή, η οποία έχει κάποιες ιδιαιτερότητες, ορισμένες από τις οποίες είναι τα ελαστικά ωράρια, το χαλαρό πρόγραμμα και ο πειραματισμός. Οι κοινωνικοί ρυθμοί της υπόλοιπης κοινωνίας διαφέρουν από τον ρευστό χρόνο της πανεπιστημιακής ζωής. Επιπλέον, τα λεγόμενα φοιτητικά στέκια είναι εκείνοι οι χώροι που αποτελούν παράγοντα αφομοίωσης. Συνεπώς, τόσο ο χώρος όσο και ο χρόνος αποτελούν τρόπους αφομοίωσης, από τον φοιτητή, της φοιτητικής ιδιότητας και κουλτούρας.

Οι συγγραφείς, ως προς το ιδεώδες της συνεργασίας που προβάλλεται από τα γαλλικά πανεπιστήμια, εντοπίζουν μία αντίφαση. Από τη μία πλευρά, στο σχολείο προβάλλεται το ιδεώδες του ατομικισμού και το ανταγωνιστικό πνεύμα, και, από την άλλη πλευρά, οι φοιτητές καλούνται στο πανεπιστήμιο να λειτουργήσουν αντίθετα προς αυτό που διδάχθηκαν, δηλαδή να λειτουργήσουν με βάση το ιδεώδες της συνεργασίας.

Ως προς την κοινωνική προέλευση τον φοιτητών, μπορούμε να διακρίνουμε κρίσιμες διαφοροποιήσεις σε διάφορα επίπεδα. Στατιστικά, οι φοιτητές που προέρχονται από την άρχουσα τάξη είναι πιο κοινωνικοί, κάθονται στα μπροστινά έδρανα (ως ένδειξη σιγουριάς) και είναι πιο γνωστοί στους συμφοιτητές τους (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ.92).

Στο ερώτημα αν οι φοιτητές αποτελούν μία ομοιογενή κοινωνική ομάδα, η απάντηση είναι αρνητική. Το φοιτητικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερο καθώς αποτελεί ένα «ετερογενές άθροισμα δίχως συνοχή» στο οποίο, παρά την ύπαρξη ομάδων για φοιτητές, όπως τα κόμματα, εκλείπει ένα αφομοιωμένο περιβάλλον (Bourdieu και Passeron, 2019, σελ.94).Μάλιστα, στο πολυπληθές Παρίσι, φαίνεται να είναι ακόμα λιγότερο αφομοιωμένο το φοιτητικό περιβάλλον σε σχέση με την επαρχία.

Οι συγγραφείς αναφέρουν πως οι προσπάθειες που αποσκοπούν στην οργάνωση συλλογικών δραστηριοτήτων αποτυγχάνουν. Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι επαφές με τους καθηγητές είναι πιο περιορισμένες και δεν επιδιώκονται από τους ίδιους τους φοιτητές (ibid, σελ.93).Παρά τις διαφορές τους, όλοι οι φοιτητές θέλουν να πραγματώσουν την ατομική τους ταύτιση με κάτι και έχουν την ανάγκη πραγμάτωσής τους μέσα από το αίσθημα του ανήκειν αλλά και της ατομικής ταύτισης με κάτι που να είναι κοινό για όλους τους φοιτητές. Λόγω και της μεταιχμιακής κατάστασης του φοιτητή, ο οποίος έχει μεν μεταβεί από τη σχολική στην πανεπιστημιακή ζωή και νοοτροπία, πλην όμως εξακολουθεί να βιώνει την εφηβεία και την αναζήτηση ταυτότητας, επιχειρεί να ενσαρκώσει το «αρχέτυπο» του φοιτητή, δηλαδή ενός υποκειμένου με «πολιτισμικό αυτεξούσιο» μέσω της συμβολικής αναπαράστασης πραγματικοτήτων όπως το «φοιτητικό καφενείο», το «φοιτητικό δωμάτιο», της ενασχόλησης με πολιτιστικά αγαθά όπως η μουσική και ο κινηματογράφος, και μέσω της απόπειράς του να συνδεθεί και να πραγματώσει την έννοια του «ελεύθερου διανοούμενου».

Παρόλα αυτά, όπως εξηγεί ο Bourdieu (2019, σελ. 96), ο φοιτητής όπως και ο καθηγητής παραμένουν δέσμιοι ενός συστήματος που θέλει τον πρώτο παθητικό δέκτη και καταναλωτή της γνώσης που ορίζεται από τον κυρίαρχο καθηγητή, ο οποίος θεσπίζει και ορίζει το ποια πολιτιστικά και διανοητικά αγαθά αξίζουν να καταναλωθούν. Από αυτή την προοπτική, η πανεπιστημιακή κουλτούρα και πρακτική συμβάλλουν στην επιφανειακή ομογενοποίηση των φοιτητών μόνο κατά το ότι οι φοιτητές αναζητούν να δομήσουν τον ιδανικό τύπο του πανεπιστημιακού ανθρώπου, σύμφωνα με αυτό που ο συγγραφέας ορίζει ως «πανεπιστημιακή ορθοδοξία».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

3.Μαθητευόμενοι ή Μαθητευόμενοι Μάγοι

Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο, ο κατασκευάζεται ο «ιδεατός-ορθολογικός» τύπος της συμπεριφοράς του φοιτητή, ο οποίος συμφωνεί με τους «ορθολογικούς στόχους που εγγράφονται αντικειμενικά στην φοιτητική κατάσταση» (Bourdieu & Passeron, 2019,σελ. 119). Με αυτήν την κατασκευή, γίνεται μία προσπάθεια να κατανοηθούν τα πραγματικά νοήματα που ενέχουν οι συμπεριφορές των φοιτητών και το μέγεθος της απόκλισης από αυτές που παρατηρείται ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες.

Συγκεκριμένα, παρατηρείται απόκλιση της ιδεατής συμπεριφοράς από την πραγματική. Διακρίνεται δηλαδή μία μορφή παθητικότητας από πλευράς των φοιτητών: «ο φοιτητής είναι καταδικασμένος να παραμένει πάντοτε παθητικός και μόνον όρος της παιδαγωγικής σχέσης» (Bourdieu & Passeron, 2019,σελ.121).Επομένως, ο φοιτητής δεν παράγει ενεργά κουλτούρα και δεν δημιουργεί, αλλά αποτελεί «το δοχείο της καθηγητικής γνώσης».

Ο στόχος της μαθητείας, που είναι η πρόσβαση σε ένα επάγγελμα, μετατρέπεται στην «αυταπάτη» της μαθητείας ως αυτοσκοπού. Οι φοιτητές, δηλαδή, ξεχνώντας ότι η ιδιότητά τους είναι μεταβατική, ακολουθούν ένα από τα δύο κυρίαρχα πρότυπα: του «κτήνους των εξετάσεων» ή του «ντιλετάντη» (ερασιτέχνη) (σελ. 123). Σύμφωνα με τους Bourdieu και Passeron (2019), αυτά τα δύο πρότυπα βρίσκουν ευρεία απήχηση στον φοιτητικό κόσμο και αποτελούν τρόπους «μη βίωσης» της φοιτητικής ζωής. Η αιτία της απήχησης των δύο αυτών προτύπων είναι ότι οι ίδιοι οι καθηγητές ασκούν το επάγγελμά τους όπως αυτοί θέλουν. Συγκεκριμένα, οι δάσκαλοι δηλαδή μεταδίδουν μία κουλτούρα που υπακούει στη λογική του συστήματος και σε παραδοσιακούς στόχους για τη διαμόρφωση καλλιεργημένων ανθρώπων και όχι επαγγελματιών (σελ. 124).

Ως προς τον ορθολογικό σχεδιασμό του μέλλοντος ενός φοιτητή, παρατηρούνται διαφοροποιήσεις αναλόγως με την φύση των σπουδών του. Στην περίπτωση φοιτητών, για παράδειγμά, Ιατρικής ή Δημόσιας Διοίκησης, η εικόνα του επαγγέλματος είναι καθορισμένη σε αντίθεση με έναν φοιτητή, για παράδειγμα, κοινωνιολογίας, που το μέλλον του διαγράφεται αβέβαιο. Στην πρώτη περίπτωση, η σπουδή συνδέεται με σαφή τρόπο με το επάγγελμα και κατά συνέπεια αποκτά νόημα. Αντίθετα, στις φιλοσοφικές σχολές, όπου κυριαρχεί το άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης μέσα από της σπουδές, το νόημα κατασκευάζεται μέσα από τη μη διάκριση των διαφορών «της σχολικής άσκησης» προς τη «διανοητική περιπέτεια» (Bourdieu & Passeron, 2019,σελ. 125). Ειδικότερα, οι φοιτήτριες, και κυρίως οι προερχόμενες από μεγαλοαστικά στρώματα, φαίνεται να έχουν πιο συγκεχυμένη αντίληψη για το μέλλον (Bourdieu & Passeron, 2019,σελ. 126).

Η διαφορά στον τύπο σπουδών που έγκειται στο φύλο συνδέεται με το «παραδοσιακό πρότυπο εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα». Σύμφωνα με αυτό το πρότυπο, η επαγγελματική επιλογή των κοριτσιών σχετίζεται με τις «γυναικείες ιδιότητες», και έχει ως αποτέλεσμα η πλειοψηφία των φοιτητών που σπουδάζουν σήμερα σε φιλοσοφικές και φαρμακευτική σχολές να εκπροσωπούνται από το γυναικείο φύλο. Διαφορές ως προς το φύλο παρατηρούνται και ως προς τους όρους ύπαρξης όπως, για παράδειγμα, η κατοικία. Ακόμα, οι επαγγελματικές φιλοδοξίες των κοριτσιών διαφέρουν στα μεγάλα αστικά κέντρα από ό,τι στην επαρχία. Για παράδειγμα, τα κορίτσια από επαρχιακές πόλεις επιλέγουν συχνότερα το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, ακολουθώντας τα παραδοσιακά γυναικεία καθήκοντα. Στα μεγάλα αστικά κέντρα, το φαινόμενο δεν είναι τόσο συχνό. Διαπιστώνεται, ακόμα, ότι τα κορίτσια διαβάζουν λιγότερα φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά κείμενα, λιγότερες πολιτικές εφημερίδες, είναι λιγότερο πολιτικοποιημένα και λιγότερο αριστερών πεποιθήσεων, και συμμετέχουν λιγότερο σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Όλα τα παραπάνω αποτυπώνουν την μειονεκτική θέση του γυναικείου φύλου στον ακαδημαϊκό χώρο (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 127-128).

Η σχέση του ανδρικού φύλου με τις σπουδές επηρεάζεται έντονα από την κοινωνική τάξη από την οποία προέρχονται οι φοιτητές. Οι προερχόμενοι από κατώτερα κοινωνικά στρώματα, λόγω της έλλειψης αντικειμενικών ευκαιριών αλλά και λόγω της ανάγκης για την επιλογή συγκεκριμένου επαγγέλματος, διαφέρουν από όσους προέρχονται από την άρχουσα τάξη, οι οποίοι έχουν το περιθώριο να κάνουν αόριστα σχέδια· ενώ οι πρώτοι, γνωρίζοντας ότι οι σπουδές παραμένουν για αυτούς «πριν από όλα μία ευκαιρία που πρέπει να αδράξουν για να ανέβουν στην κοινωνική ιεραρχία», παίρνουν σοβαρά τις σπουδές ως προετοιμασία για το επαγγελματικό τους μέλλον (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 130).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Οι Bourdieu και Passeron (2019) συμπεραίνουν ότι η κυριαρχούσα άποψη -σύμφωνα με την οποία, στο τυπικά ίσο προς όλους εκπαιδευτικό σύστημα, η μόνη ανισότητα που εντοπίζεται είναι η ανισότητα στα «ατομικά χαρίσματα» των διδασκόμενων- είναι λανθασμένη διότι παραβλέπεται η καθοριστική επίδραση της κοινωνικής προέλευσης. Ακόμα, υπάρχει η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι, λόγω της ανωνυμίας των εξετάσεων, εξασφαλίζεται η πλήρης ισότητα των υποψηφίων. Ωστόσο, οι συγγραφείς αποκαλύπτουν πως η κοινωνική προέλευση εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο και να ασκεί επίδραση, απλώς όχι τόσο φανερή. Παρόλο που έγιναν κάποιες προσπάθειες ώστε να ευνοηθούν κατώτερα στρώματα με την εισαγωγή τους στην ανώτατη εκπαίδευση, η κατάργηση των ανισοτήτων κατέστη στην πράξη αδύνατη.

Το γεγονός ότι οι προνομιούχες τάξεις «βρίσκουν μία νομιμοποίηση των πολιτισμικών τους προνομίων, που μετουσιώνεται από κοινωνική κληρονομιά σε ατομικό χάρισμα» εντάσσεται, σύμφωνα με τον Bourdieu (Bourdieu και Passeron, 2019, σελ. 142), στην «χαρισματική ιδεολογία» η οποία δίνει αξία στο «χάρισμα». Αντίστοιχα η ιδεολογία του χαρίσματος παρατηρείται και στις κατώτερες τάξεις. Για παράδειγμα, όταν λείπει η επιτυχία, για να «διασωθεί η εν δυνάμει ύπαρξη του ατομικού χαρίσματος», γίνεται συχνά επίκληση στη διακοπή σπουδών σύμφωνα με την αντίστοιχη λογική με την οποία οι ανώτερες τάξεις βεβαιώνουν με την επιτυχία την κατοχή του χαρίσματος. Επιπλέον, τα υποτιμητικά παρατσούκλια, όπως, λ.χ., «φυτό», αναφέρονται στην ιδεολογία του χαρίσματος «που αντιπαραθέτει τα έργα απέναντι στο χάρισμα, μόνο και μόνο για να τα υποτιμήσει εν ονόματι του χαρίσματος»(Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 144).

Καθώς φαίνεται ότι η ιδεολογία του χαρίσματος βασίζεται στην άρνηση να δει κανείς τις ανισότητες στο σχολείο και στην κουλτούρα, ο Bourdieu καταδεικνύει την κριτική αξία που έχει η περιγραφή της σχέσης ανάμεσα στην πανεπιστημιακή επιτυχία και την κοινωνική προέλευση. Το σχολείο φαίνεται ότι, ως «νομιμοποιητική αυθεντία», διπλασιάζει τις κοινωνικές ανισότητες. Οι μη προνομιούχες τάξεις συνειδητοποιούν το πεπρωμένο τους, μη γνωρίζοντας όμως τον τρόπο με τον οποίο πραγματώνεται (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 145). Ωστόσο, ο Bourdieu (2019), θεωρεί ότι δεν αρκεί να ορίσουμε την κουλτούρα ως ταξική μόνο, καθώς έτσι δεχόμαστε αφ’ ενός ότι είναι μόνο αυτό, αφ’ ετέρου ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να την αλλάξουμε.

Συνεπώς, η ορθολογική παιδαγωγική φαίνεται ότι δεν υπήρξε ποτέ, αφού, ακόμα και σήμερα, το σύστημα τείνει να αγνοεί τις κοινωνικές διαφορές. Παραδείγματος χάριν απουσιάζει η μεθοδική επεξήγηση των κριτηρίων με τα οποία αξιολογούν οι καθηγητές, και συνάγεται από τα παραπάνω ότι οι προερχόμενοι από ανώτερες τάξεις προσαρμόζονται πολύ ευκολότερα στο σύστημα.

Εν κατακλείδι, για να υπάρξει δημοκρατική εκπαίδευση, πρέπει όχι μόνο να τίθεται ο στόχος μίας δημοκρατικής εκπαίδευσης αλλά να υπάρξει μία ορθολογική παιδαγωγική βασισμένη στην κοινωνιολογία των πολιτισμικών ανισοτήτων (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 150).Η πανεπιστημιακή σπουδή συνήθως χαρακτηρίζεται από τη «ρομαντική εικόνα της διανοητικής εργασίας», καθώς η ορθολογική σχέση με το επαγγελματικό μέλλον του φοιτητή και η πειθαρχημένη μεθοδολογία μίας μεθοδικής οργάνωσης της μαθητείας συχνά εκλείπουν (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ.130-131). Στο σημείο αυτό, οι συγγραφείς παρατηρούν ότι η ορθολογική εκπαίδευση θα έπρεπε να συνθέτει τον στόχο της επαγγελματικής κατάρτισης με την παραγωγή αξιών συσχετισμένων με τις αξίες της κοινωνίας εντός της οποίας λειτουργεί . Συμπερασματικά, απαιτείται «η εκλογίκευση των μέσων και των παιδαγωγικών θεσμών να συμφωνεί πάντοτε άμεσα με το συμφέρον των λιγότερο προνομιούχων φοιτητών» (Bourdieu & Passeron, 2019, σελ. 135).

Βιβλιογραφία

(Ελληνόγλωσση)

Bourdieu, P. & Passeron, J.C. (2019). Οι Κληρονόμοι: Οι φοιτητές και η κουλτούρα. (Μετάφραση: Ν. Παναγιωτόπουλος – Μ. Βιδάλη). Αθήνα: Ινστιτούτο του βιβλίου – Καρδαμίτσας. (Το πρωτότυπο έργο εκδόθηκε το 1964).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.