Αναμνήσεις από… απειλές προς γνώσιν και συμμόρφωσιν εις την παιδικήν ηλικίαν.

Γεννήθηκα στην Θεσσαλονίκη και συγκεκριμένα στην οδό Αγίων Πάντων. Λέτε με τις ευλογίες όλων των Αγίων να ζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια; Δεν υπήρχε ούτε σαν αμυδρή ιδέα το facebook, παρόλα αυτά οι πάντες μάθαιναν τα πάντα για τους πάντες. Αν και ήταν κεντρικός δρόμος, δεν περνούσαν πολλά αυτοκίνητα κι εμείς από μικρά παιδιά κυκλοφορούσαμε μόνα μας, και παίζαμε στα γύρω στενά. Ο πατέρας μου ταξίδευε και ήμουν από τα τυχερά παιδιά που δεν άκουγαν αργά το απόγευμα την μαμαδίστικη κραυγή: «Έλα σπίτι αμέσως, γύρισε ο μπαμπάς». Βρε πως αλλάζουν οι καιροί! Στη σημερινή εποχή θερμοπαρακαλούν οι γονείς τα συνεχώς on-line παιδιά τους να παίξουν κι αυτά δεν ξεκολλούν από τον καναπέ και το κινητό.

Επιβράβευση αν ήμασταν καλά παιδιά ήταν η σοκολάτα, γιατί τότε ευτυχώς οι μαμάδες μας δεν έκαναν follow σε κάποιο site για να μας απαγορεύσουν τη ζάχαρη. Δεν ίσχυε βέβαια αυτό για τα γλυκά του κουταλιού που ήταν στο σαλόνι για τους ξένους, αλλά ως παιδιά, πρόγονοι των σημερινών hackers, όλο και βρίσκαμε κάποιο τρόπο για access στον απαγορευμένο καρπό. Τσουρέκι τρώγαμε μόνο το Πάσχα και σκέφτομαι τα εγγόνια μας, που ενώ ζουν σε μια πόλη που είναι σήμερα γεμάτη ζαχαροπλαστεία, οι κόρες μας τους απαγορεύουν τα γλυκά. Τελικά η dolce vita ήταν χαρακτηριστικό της εποχής μας; Πάντως τότε έπρεπε να τρώμε όλο μας το φαγητό για να μεγαλώσουμε. Κατακόρυφα ως κυπαρίσσια ευχόταν οι δικοί μας, άσχετα αν μερικές φορές η αύξηση ήταν οριζόντια. Κι άντε μετά να επιπεδοποιήσεις τις καμπύλες, όπως ευχόταν πολύ αργότερα με τον covid ο κύριος Χαρδαλιάς. Για τους γνωρίζοντες Μαθηματικά και η καμπύλη μια επίπεδη γραμμή είναι. Δεν υπήρχαν στην Αγίων Πάντων και γυμναστήρια για να στοχεύουν στα 6pack.

Σύνηθες φαινόμενο τα χρόνια εκείνα ήταν οι απειλές:

Πρώτη απειλή: «Θα σε δώσω στον πασβάντη», μικρασιάτικη έκφραση, εννοώντας τον χωροφύλακα, ή κάποιον ένστολο γενικά. Πολύ αργότερα η λέξη πασβάντης έφτασε να σημαίνει την Πόρτα, αυτόν που κάνει face control. Δεν ίσχυε για μένα, γιατί δεν φοβόμουν τους ένστολους, μια που ο πατέρας μου ήταν ελεγκτής στον τότε ΣΕΚ, σημερινό ΟΣΕ και φορούσε ωραία στολή και λόγω της θέσης του, με πολλά γαλόνια. By the way, νοιαζόταν κανείς για την τιμή του γαλονιού της βενζίνης τότε;

Δεύτερη απειλή: «Θα σε δώσω στους γύφτους». Ρατσιστική και απαράδεκτη θα τη χαρακτηρίζαμε σήμερα, αν και ποιος τσιγγάνος θα ήθελε εμένα ξανθιά, γαλανομάτα και άσπρη; Μπαμπάκι κορίτσι, με χαρακτήριζε μια γειτόνισσα από την Καππαδοκία.

Τρίτη απειλή: «Θα φωνάξω τη νοσοκόμα να σου κάνει ένεση». Αυτό ναι ήταν απειλή. Δεν υπήρχαν τότε η μιας χρήσεως και η νοσοκόμα της γειτονιάς μας, έβραζε τη σύριγγα σε ένα καμινέτο για αποστείρωση, πολλή ώρα μπροστά στα έντρομα μάτια του ασθενούς. Πάντως εγώ έστριβα από τη γωνία όταν έβλεπα την παχουλή κυρα-Θοδώρα (κανείς δεν μιλούσε τότε για body shaming, αντιθέτως μάλιστα οι αφράτες ήταν στη μόδα), που μάλλον είχε εθιστεί στο τσίμπημα, γιατί μόλις με έβλεπε με τσιμπούσε στο μάγουλο με τα δυο της δάχτυλα χαμογελώντας. Τα παιδιά στη γειτονιά έλεγαν ότι ρουφούσε και το αίμα με ένα είδος ποτηριών, που το έλεγαν βεντούζες. Εγώ όμως είχα δει στον κινηματογράφο Φάρο εκείνη την κωμωδία με το Βέγγο, που προσπαθώντας να βάλει βεντούζες σε μια μεγαλοκοπέλα έβαλε φωτιά στην κουρτίνα και είχα γελάσει πολύ.

Τέταρτη απειλή: «Θα φωνάξω το γιατρό». Τελικά φαίνεται ότι στο πρώτο έτος τους εκπαίδευαν στο τσίμπημα. Και η κυρία Ζαρούκα παιδίατρος στο πολυιατρείο του ΣΕΚ στη Δωδεκανήσου (άραγε τι απέγινε τελικά αυτό το σύγχρονο για την εποχή του Ιατρικό κέντρο;) με τσιμπούσε στο μάγουλο για να με καθησυχάσει πριν την εξέταση. Στο σπίτι ερχόταν η κυρία Θέμελη, καλοσυνάτη, αρχοντογυναίκα της γνωστής οικογενείας. Μόνο με την παρουσία της γινόσουν καλά. Άρα και αυτή η απειλή δεν έπιανε σε μένα.

Πέμπτη απειλή: «Θα σε δώσω στην Ανάστω». Μια ηλικιωμένη άστεγη που τριγυρνούσε στη γειτονιά, αλλά την βλέπαμε εγκαίρως και κρυβόμασταν.

Έκτη απειλή: «Μην κάνετε πολύ σαματά, γιατί ο Ασντραχάς θα σας πάρει τη φωνή». Αυτή να,ι με έκανε και έτρεμα. Ο θείος Γιάννης, ο αδελφός η καλύτερα, ο Τσίτσης όπως τον αποκαλούσε ο παππούς μου, που έμοιαζε με τον Ηλιόπουλο, θα μπορούσε να κάνει εξαιρετική καριέρα ηθοποιού. Εργαζόταν στο τμήμα ηλεκτροδότησης του Δήμου Θεσσαλονίκης ως ηλεκτρολόγος. Άλλαζε τα φώτα στην πόλη μας, αλλά και τα φώτα με τις ιστορίες του, όλων των συμμετεχόντων στις φιλικές και οικογενειακές μας συγκεντρώσεις. Ακόμη θυμάμαι να μας περιγράφει με γουρλωμένα μάτια τον Ασντραχά, ένα τέρας φερμένο από τη Μικρά Ασία, που μπορούσε να βουβάνει τα παιδιά. Μάλιστα κατοικούσε στη γειτονιά μας στη σιδερένια γέφυρα για τους πεζούς στη Δωδεκανήσου. Βεβαίως στη συνέχεια μας έκανε να γελάμε με τα αστεία του, σαν να μας καθαρίζανε αυγά, όπως συνήθιζε να λέει η γιαγιά μου.

Έβδομη δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον δεν υπήρχε, γιατί οι μεγάλοι ακολουθούσαν φαίνεται τας γραφάς.

Τις περισσότερες φορές έχει σημασία όχι μόνο αυτό που λες, αλλά και ο τρόπος που το λες. Ζήσαμε σε μια εποχή που δεν ξέρω αν υπήρχαν οι όροι ψυχικά τραύματα, η κρίση της εφηβείας. Νοιαζόταν άραγε κανείς αν στενοχωριόμασταν, όταν μας επέστρεφαν τα γραπτά μας, που μπορεί να ήταν κατακόκκινα, η για τα κατακόκκινα μάγουλα των παιδιών από τα χαστούκια των δασκάλων; Αντιθέτως γελούσαμε με την κωμωδία «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *