25η Μαρτίου, διπλή γιορτή εθνική και θρησκευτική.
Μετά από την πανδημία, τον πόλεμο και τον πανικό των τελευταίων ημερών μια καλή κι ευχάριστη είδηση, ένας Ευαγγελισμός είναι αυτό που όλοι μας θα θέλαμε να περιμένουμε. Ο καιρός επαναστάτησε τελικά και μας χάρισε μια υπέροχη μέρα γεμάτη λαμπρό ήλιο και μακάρι να είναι όλες οι μέρες μας φωτεινές στο μέλλον. Κι ενώ κουρκούτι είχε γίνει το μυαλό μας λόγω του εγκλεισμού, σήμερα πολλές νοικοκυρές έβαλαν τα δυνατά τους για να φτιάξουν το καλύτερο, με την ιδανικότερη συνταγή για να ευχαριστήσουν τα μέλη της οικογένειάς τους. Αν κι ο ποιητής μας προτρέπει να μεθύσουμε με το αθάνατο κρασί του 21, εκείνες έριχναν την κατάλληλη ποσότητα μπύρας για να φουσκώσει πρώτα το κουρκούτι και στη συνέχεια οι ίδιες από υπερηφάνεια βλέποντας τα παιδιά και τα εγγόνια να τρώνε ευχαριστημένα τον μπακα-λιάρο, όπως απαιτεί το έθιμο. Μέσα στη νηστεία της Σαρακοστής καταλύεται ψάρι σήμερα κατ’ εξαίρεση. Αλλά προσοχή, το ψάρι λαχτάρα είναι, η μυρωδιά του σκόρδου επαναφέρει το social distancing και ενίοτε μεγαλώνει η «μπάκα» γι αυτό ας αποφεύγουμε την υπερκατανάλωση.
Έχουν περάσει δυο αιώνες από το 1821 που επαναστάτησαν οι πρόγονοί μας. Δεν ήταν μορφωμένοι και πολλοί από τους αγωνιστές ζούσαν για χρόνια στα βουνά, αλλά διέθεταν ψυχή. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν αν θα ζούσαν, γιατί μπορεί να σκοτωνόταν στις μάχες για να μας χαρίσουν την ελευθερία. Ευτυχώς είχαν πλήρη άγνοια του savoir vivre, που ετυμολογικά σημαίνει να ξέρεις να ζεις, δηλαδή τη γνώση του τι ακριβώς η κοινωνία θεωρεί αποδεκτό. Κι όταν τους κάλεσαν σε επίσημο δείπνο στο παλάτι κι έβγαλαν τα γιαταγάνια για να κόψουν το κρέας σε μερίδες, μερικοί από τους φραγκοσπουδαγμένους διαμαρτυρόμενοι φώναξαν «σιγά τον πολυέλαιο», φοβούμενοι ότι θα προκληθεί ζημιά στο κεντρικό φωτιστικό της αίθουσας. Υπάρχει και η εκδοχή ότι με το που ακούστηκε η μουσική για το τσάμικο, ο Πλαπούτας μπήκε στον χορό πετώντας ψηλά τα τσαρούχια του και ο Κολοκοτρώνης του είπε: «Το νου σου, σιγά τον πολυέλαιο!».
Στο Δημοτικό μαθαίναμε απέξω ένα σωρό ποιήματα λόγω της ημέρας και ανεβάζαμε θεατρικά σκετς. Στη Έκτη τάξη ήμουν αρκετά ψηλή για την ηλικία μου και μου ανέθεσαν τον ρόλο της Σουλιώτισσας μάνας. Μια συγγενής μας από την Ήπειρο μου έδωσε να φορέσω αυθεντική στολή Ηπειρώτισσας που είχε στη συλλογή της. Πραγματικό έργο τέχνης κι εγώ καμάρωνα και προσπαθούσα να μπω στο πετσί του ρόλου. Σ’ αυτό με βοήθησε αρκετά και η τεράστια ασημένια ζώνη, η οποία με ανάγκαζε να σκύβω προς τα μπροστά και να κάνω αργές κινήσεις για να συγκρατήσω το βάρος, κινούμενη σαν πραγματική σαραντάρα. Δεν ξέχασα τα λόγια μου και συνέχισα σοβαρή και χωρίς να με πιάσουν τα γέλια, ούτε όταν ο συμμαθητής μου που έπαιζε τον Μπότσαρη, άρχισε να μασουλάει το βαμβάκι που του είχαν βάλλει για γενειάδα.
Ο Ματρόζος ήταν το ποίημα που με είχε συγκλονίσει και εξακολουθώ να το θυμάμαι και σήμερα.
Είθισται να χρησιμοποιούμε το μπρίκι για να φτιάξουμε το μερακλίδικο καφεδάκι μας. Αυτός ατρόμητος πήρε μέρος στη Ναυμαχία του Καφηρέα και πυρπόλησε μια φρεγάτα και στην ναυμαχία του Γέροντα ένα μπρίκι, ένα δίστηλο ιστιοφόρο δηλαδή.
Ο Ματρόζος ζούσε σεμνός και δεν διεκδίκησε τίτλους και αξιώματα μέχρι που η πείνα τον ανάγκασε να πάει να ζητήσει βοήθεια από τον τότε υπουργό Κανάρη, του οποίου τη ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο. Το περιστατικό αφηγείται συγκινητικά στο ποίημά του ο ποιητής Γεώργιος Στρατήγης.
Είναι από κείνους που έχυσαν το αθάνατό τους αίμα,
από τους χίλιους που έβγαλες, πατρίδα μου χρυσή,…
Είχες αστέρια ολόλαμπρα στον ουρανό σου κι άλλα,
μα εκείνα που δεν έλαμψαν ήσανε πιο μεγάλα. ….
«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
στο υπουργείον εμπροστά κάποιος θαλασσινός
ντυμένος στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
ο Κωνσταντής;». «Ποιος Κωνσταντής;». «Αυτός… ο Ψαριανός».
«Δε λεν κανένα Ψαριανό, εδώ είναι Υπουργείο,
να ζητιανέψεις πήγαινε μες στο φτωχοκομείο!». …..
Κι ένας τον άλλο κοίταζε κατάματα οι δυο γέροι,
ο ημίθεος τον γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.
«Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«γρήγορα συ με ξέχασες, μα σε θυμάμαι εγώ!…».
«Ποιος το ‘λπιζε να δει ποτές», ο γέροντας στενάζει,
«τον καπετάνο ζήτουλα, το ναύτη υπουργό!…»……
«Ματρόζε μου!» δακρύβρεχτος ο Κωνσταντής φωνάζει
και μες στα στήθη τα πλατιά σφιχτά τον αγκαλιάζει.
Κι ενώ οι δύο γίγαντες με τα λευκά κεφάλια
στ’ άσπρα τους γένεια δάκρυα κυλούσαν σαν κρυστάλλια,
δυο κορφοβούνια μοιάζανε γεμάτα από το χιόνι,
όταν του ήλιου το φιλί την άνοιξη το λειώνει.-