«Είχε γίνει ξαφνικά. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ότι ήταν Κυριακή βράδυ και ξύπνησα από ένα φοβερό βουητό. Ο πατέρας μου μας φώναζε “παιδιά γρήγορα έξω” και εμείς τρέχαμε. Εγώ τούς είχα καθυστερήσει γιατί ήθελα να βάλω τις κάλτσες και τα ρούχα μου. Αυτή η καθυστέρηση ήταν ουσιαστικά που μας έσωσε, γιατί βγαίνοντας από το υπνοδωμάτιο, το χωλ είχε πέσει. Και για καλή μας τύχη, η πόρτα που οδηγούσε στην σκάλα για να κατέβουμε κάτω, καθώς ήταν διώροφο το σπίτι, άνοιγε από τα μέσα προς τα έξω. Το σπίτι μας ήταν φτιαγμένο από πέτρες, λάσπη και ασβέστη»
Ρεπορτάζ: Αργύρης Ηλιάδης
Συγκεκριμένα, ο κ. Ασιμής, σε… (Πηγή: www.enikos.gr)